- στασιοποιία
- στᾰσιοποι-ία, ἡ,A stirring up of sedition, Olymp. in Grg. p.251 J. (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στασιοποιΐα — ἡ, Α [στασιοποιός] υποκίνηση σε στάση … Dictionary of Greek
στασιοποιίαις — στασιοποιία stirring up of sedition fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)